μπόχα — η ανυπόφορη μυρουδιά, δυσοσμία: Από την τουαλέτα έβγαινε μπόχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βόχα — η βλ. μπόχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)