μπόχα

μπόχα
η
δυσοσμία, δυσάρεστη οσμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *απόχα < απο-χύνω «αναδίδω». Κατ' άλλους < μπούφφα < *υπ-όμφα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπόχα — η ανυπόφορη μυρουδιά, δυσοσμία: Από την τουαλέτα έβγαινε μπόχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βόχα — η βλ. μπόχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”